ζάπλουτος

ζάπλουτος
η , ο [ος , ον ] очень богатый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ζάπλουτος" в других словарях:

  • ζάπλουτος — very rich masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάπλουτος — η, ο (Α ζάπλουτος, ον) πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος («πολλοὶ μὲν γὰρ ζάπλουτοι ἀνθρώπων ἀνόλβιοί εἰσι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πλούτος] …   Dictionary of Greek

  • ζάπλουτος — η, ο πολύ πλούσιος, βαθύπλουτος: Ζάπλουτος βασιλιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζάπλουτον — ζάπλουτος very rich masc/fem acc sg ζάπλουτος very rich neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτοις — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτους — ζάπλουτος very rich masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτων — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαπλούτῳ — ζάπλουτος very rich masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζάπλουτοι — ζάπλουτος very rich masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζα- — επιτατικό πρόθεμα ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής («ζάπλουτος» πολύ πλούσιος, πάμπλουτος). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζα. ΣΥΝΘ. ζάπλουτος αρχ. ζάβατος, ζάδηλος, ζαής, ζάθεος, ζαθερής, ζάκοτος, ζακρυόεις, ζάλευκος, ζαμένης, ζαπληθής, ζατρεφής, ζαφλεγής,… …   Dictionary of Greek

  • ζαπλουτώ — ζαπλουτῶ, έω (Α) [ζάπλουτος] είμαι πολύ πλούσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»